καβειριάρχης

καβειριάρχης
καβειριάρχης και καβιριάρχας, ὁ (Α)
άρχοντας τής τελετής τών μυστηρίων τών Καβείρων στη Θήβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καβείριος + -ιάρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”